θαλπερός

θαλπερός
-ά και -ή, -ό
1. αυτός που παρέχει θερμότητα, ο ζεστός («θαλπερό τζάκι»)
2. αυτός που εγκαρδιώνει, ο παρήγορος («θαλπερή αγκαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπω + κατάλ. -ερος* (πρβλ. θαλ-ερός, φαν-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλπερός — ή, ό 1. αυτός που θερμαίνει: Θαλπερός ήλιος. 2. αυτός που παρηγορεί και εγκαρδιώνει: Θαλπερά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”